ὀβελίσκος

ὀβελίσκος
ὀβελ-ίσκος, , Dim. of ὀβελός I,
A small spit, skewer, Ar.Ach. 1007, Nu.178, V.354, Av.388, 672, Sotad. Com.1.10, X.HG3.3.7, Arist.Pol.1324b19, PEleph.5.2 (iii B. C.), etc.
2 pl., spits used as money, Plu.Lys.17, Fab.27 ; cf. ὀβολός fin.
3 nail, IG12.313.141 (prob.), 11(2).148.70 (Delos, iii B. C., pl.).
4 = subula, Gloss.
5 window bar, ib. (pl.).
II anything shaped like a spit : the blade of a two-edged sword, Plb.6.23.7 ; the iron head of the Roman pilum, D.H.5.46.
III obelisk, D.S.1.46, Str.17.1.27, Plin.HN36.64.
IV drainage-conduit,

οἱ ἐν τοῖς τείχεσιν ὀ. D.S.19.45

, cf. IG 9(1).692.14 (Corc., ii B. C.) ; so perh. περὶ τοῦ πιλῶνος (= πυλῶνος) καὶ τοὐβιλίσκου (= τοῦ ὀβελίσκου) PLond.2.391.2 (vi A. D.) ; cf.

ὀβολίσκος 1

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀβελίσκος — small spit masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οβελίσκος — Μνημείο της αρχαίας Αιγύπτου, τετράεδρος, επιμήκης λίθινος στύλος –συνήθως μονολιθικός– που καταλήγει σε πυραμοειδή κορυφή. Η εμφάνιση του ο. συνδέεται με τη λατρεία του Ρα και παραμένει πάντοτε ηλιακό σύμβολο. Τα αρχαιότερα δείγματα ανάγονται… …   Dictionary of Greek

  • οβελίσκος — ο (υποκορ. του οβελός μικρή σούβλα) 1. μικρός οβελός (βλ. λ.). 2. τετράεδρη μονολιθική κολόνα μεγάλου ύψους που λεπτύνεται προς τα πάνω και που στήνεται ως μνημείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κλεοπάτρας, οβελίσκος — Αρχαίος αιγυπτιακός οβελίσκος που δόθηκε στη Μεγάλη Βρετανία, το 1819, από τον αντιβασιλιά της Αιγύπτου Μοχάμετ Άλι. Ο οβελίσκος βρίσκεται σήμερα στη βόρεια όχθη του Τάμεση, στο Λονδίνο. Έχει ύψος 18 μ. και τοποθετήθηκε στη σημερινή του θέση το… …   Dictionary of Greek

  • ОБЕЛИСК —    • Όβελίσκος,          obeliscus, высокая, четырехугольная кверху суживающаяся колонна, на низком основании. Такие колонны были распространены на пространстве от Нижнего Египта до Нубии. Происхождение их относится к 15 в. до Р. X. Большая часть …   Реальный словарь классических древностей

  • ὀβελίσκοι — ὀβελίσκος small spit masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελίσκοιν — ὀβελίσκος small spit masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελίσκοις — ὀβελίσκος small spit masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελίσκον — ὀβελίσκος small spit masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελίσκου — ὀβελίσκος small spit masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελίσκους — ὀβελίσκος small spit masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”